ἔμηνα

Revision as of 10:35, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. μαίνομαι ΙΙ.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμηνα: ἴδε τὸ ῥῆμα μαίνομαι ΙΙ.

Greek Monotonic

ἔμηνα: αόρ. αʹ του μαίνομαι με μτβ. σημασία.

Russian (Dvoretsky)

ἔμηνα: aor. к μαίνω.