κεκράανται

Revision as of 10:35, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. κραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

κεκράανται: κεκράαντο, ἴδε ἐν λέξ. κραίνω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pf. de κραίνω.

English (Autenrieth)

see κεράννῦμι.

Greek Monotonic

κεκράανται: -αντο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ. του κραίνω.

Russian (Dvoretsky)

κεκράανται: (ρᾱ) эп. 3 л. pl. pf. pass. к κραίνω.