παλλακία

Revision as of 10:36, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. παλλακεία.

German (Pape)

[Seite 452] ἡ, = παλλακεία, ἐπὶ παλλακίᾳ δοῦναι, Is. 3, 39, nach Bekker für παλλακίδι.

Greek (Liddell-Scott)

παλλακία: ἡ, ἴδε ἐν λ. παλλακεία.

Greek Monolingual

η (Α παλλακία)
βλ. παλλακεία.

Russian (Dvoretsky)

παλλᾰκία: ἡ внебрачное сожительство, конкубинат Isae.