παλλακία
From LSJ
English (LSJ)
v. παλλακεία.
German (Pape)
[Seite 452] ἡ, = παλλακεία, ἐπὶ παλλακίᾳ δοῦναι, Is. 3, 39, nach Bekker für παλλακίδι.
Russian (Dvoretsky)
παλλᾰκία: ἡ внебрачное сожительство, конкубинат Isae.
Greek (Liddell-Scott)
παλλακία: ἡ, ἴδε ἐν λ. παλλακεία.