v. διαβύω.
enfoncer de manière à boucher.Étymologie: διά, βύω.
meter, introducir τὸν δάκτυλον ... ἐς τὸ στόμα (τοῦ παιδίου) Hp.Superf.5•en v. med. mismo sent. πηδάλιον ... διὰ τῆς τρόπιος διαβύνεται Hdt.2.96.