δάκτυλον
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
German (Pape)
[Seite 520] τὁ, nur im plur., = folgdm, Theocr. 19, 3; Nonn. D. 19, 392 u. a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cf. δάκτυλος.
Spanish (DGE)
(δάκτῠλον) -ου, τό
bot., dud., quizás identificable c. la cincoenrama, Potentilla reptans L. Ἑρμείαο τὸ δ. αἶρε χλοανθὲς πενταπετές Poet.de herb.40.
Greek Monolingual
το
βλ. δάκτυλος.