v. ῥᾴδιος.
[Seite 840] ep. u. ion. = ῥᾴδιος (w. m. s.), Hom. u. Hes., auch Her. – Adv. ῥηϊδίως.
ion. c. ῥᾴδιος.
ῥηΐδιος: Ιων. αντί ῥᾴδιος· ῥηΐζω, αντί ῥαΐζω.
ῥηΐδιος: эп.-ион. = ῥᾴδιος.