ῥῄδιος

Revision as of 10:39, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. ῥᾴδιος.

German (Pape)

[Seite 840] ion., zsgzgn aus ῥηΐδιος, Theogn.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῄδιος: Ἰων. συνῃρ. ἀντὶ ῥηίδιος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ῥᾴδιος.

Greek Monolingual

ία, -ον, Α
ιων. τ. βλ. ράδιος.

Greek Monotonic

ῥῄδιος: Ιων. συνηρ. τύπος αντί ῥηΐδιος.

Russian (Dvoretsky)

ῥῄδιος: стяж. = ῥηΐδιος.