θήῃς

Revision as of 10:39, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. τίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

θήῃς: ἴδε τὸ ῥῆμα τίθημι.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. sbj. ao.2 épq. de τίθημι.

English (Autenrieth)

see τίθημι.

Greek Monotonic

θήῃς: Επικ. αντί θῇς, βʹ ενικ. υποτ. αορ. βʹ του τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θήῃς: и θείῃς эп. 2 л. sing. aor. 2 conjct. к τίθημι.