v. ἱέρεια.
[Seite 1262] ἡ, dor. = ἱέρεια, Priesterinn, Pind. P. 4, 5, nach Böckh.
ἱρέα: ἱρέη, ἱρεία, ἱρηΐη, ἴδε ἐν λ. ἱέρεια.
ἱρέα, ἡ (Α)ιων. τ. του ιέρεια.