v. ζωός.
[Seite 1140] dor. = ζωός, Theocr. 2, 5.
ζοός: ἴδε ἐν λ. ζωός.
ζοός: -ά, -όν, ποιητ. αντί ζωός, σε Θεόκρ.
ζοός -ά -όν Dor. voor ζωός.
ζοός: дор. Theocr. = ζωός.
ζοός, ή, όν poet. for ζωός, Theocr.]