ζωός

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωός Medium diacritics: ζωός Low diacritics: ζωός Capitals: ΖΩΟΣ
Transliteration A: zōós Transliteration B: zōos Transliteration C: zoos Beta Code: zwo/s

English (LSJ)

(without ι, cf. Schwyzer 436.2 (Crimisa, v/iv B.C.), Cret. δωός Leg.Gort.3.41, Cypr. pr. n. Ζωϝόθεμις Schwyzer684 (v B.C.)), ή, όν, (ζῶ) alive, living, Pi.P.4.209, Hdt.2.70, etc.; οὐ… ζωοῦ οὐδὲ θανόντος Od.17.115; ζωὸν ἑλεῖν τινα = to take prisoner, Il.6.38; ζωὸν λαβεῖν X. HG1.2.5; cf. ζωγρέω: metaph., ζωὸν δὲ φθιμένων… κλέος A.Eleg.3. —Also ζώς Il.5.887, 16.445, Hdt.1.194, JRS15.145,148 (Cotiaeum) (ζῶς Ptol.Ascal., ζώς Hdn.Gr.2.53; on the other cases, ib.712); ζοός Archil.63, Epich.189, Berl.Sitzb.1927.161 (Cyrene), Theoc.2.5 (ζόος in Epich. l.c., Hdn.Gr.2.947).

German (Pape)

[Seite 1144] (ζάω), p. auch ζοός u. ζώς (die m. s.), lebendig, am Leben, Gegensatz θανών, Od. 17, 115; καὶ ἀρτεμής Il. 5, 515; Pind. P. 4, 372; Her. 2, 70; ἕνα μὲν ζωὸν ἔλαβεν, ἑπτὰ δὲ ἀπέκτεινε Xen. Hell. 1, 2, 5; einzeln bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vivant.
Étymologie: ζάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωός -ή -όν, ep. en Ion. ζώς, Dor. ζοός [ζήω] levend.

English (Autenrieth)

acc. ζών: alive, living, Il. 5.887, Il. 16.445.

English (Slater)

ζωός alive, living ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.10) ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2. δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί (sc. πέτραι: the Symplegades) (P. 4.209) n. pro subs., living creature, ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52)

Greek Monolingual

ζωός, -ή, -όν και ζὼς και δωρ. ζοὸς και κρητ. δωὸς (Α) ζω
ζωντανός («ἕνα μὲν ζωὸν ἔλαβον», Ξεν.).

Greek Monotonic

ζωός: -ή, -όν (ζάω), ζωντανός, αυτός που έχει υπόσταση, ύπαρξη, έμβιο ον, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· ζωὸν ἑλεῖν τινα, συλλαμβάνω κάποιον και τον κρατώ ζωντανό ως αιχμάλωτο, σε Ομήρ. Ιλ.· ζωὸν λαβεῖν, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

ζωός: -ή, -όν, (ζάω) ζῶν, «ζωντανός», Ὅμ., Ἡρόδ., κτλ.· ζωοῦ, οὐδὲ θανόντος Ὀδ. Ρ. 115· ζωὸν αἱρεῖν τινα, συλλαμβάνειν αἰχμάλωτον, Ἰλ. Ζ. 38· ζωὸν λαβεῖν Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 5· πρβλ. ζωγρέω· - μεταφ., ζωὸν δὲ φθιμένων... κλέος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449. - Σπανιώτεροι τύποι εἶναι ζώς Ἰλ. Ε. 887, Π. 445, Ἡρόδ. 1. 194 (κατὰ τὰς δοκιμωτάτας πηγὰς, οὐχὶ ζῶς, ὡς εἰ συνηρ. ἐκ τοῦ ζόος, ὡς τὸ σῶς ἐκ τοῦ σόος)· καὶ ζοός, Ἀρχίλ. 57, Θεόκρ. 29. 5· ἴδε Πόρσ. Ἐκ. 1090.

Middle Liddell

alive, living, Homer, Hdt., etc.; ζωὸν ἑλεῖν τινά to take prisoner, Il.; ζωὸν λαβεῖν Xen.