v. ἐρυσίβιος, cf. Ἐρεθίμιος.
[Seite 1036] = ἐρυσίβιος, so hieß Apollo bei den Rhodiern, Strab. XIII, 613.
ἐρυθίβιος: ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Ἀπόλλωνος παρὰ Ροδίοις, Στράβ. 613, ἴδε ἐρυσίβιος.
οβλ. ερυσίβιος.