ἐρυσίβιος

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῠσῑβῐος Medium diacritics: ἐρυσίβιος Low diacritics: ερυσίβιος Capitals: ΕΡΥΣΙΒΙΟΣ
Transliteration A: erysíbios Transliteration B: erysibios Transliteration C: erysivios Beta Code: e)rusi/bios

English (LSJ)

ὁ, averting rust, epithet of Apollo at Rhodes, Str.13.1.64 (in alleged Rhod. form ἐρυθίβιος, from ἐρυθίβη: v.l. ἐρεθίβιος, etc., cf. Ἐρεθίμιος).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῠσίβῐος: ὁ, ἀποτρέπων τὴν ἐρυσίβην, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος· θηλ. ἐρυσιβίη, ἐπώνυμ. τῆς Δήμητρος ἐν Ρόδῳ κτλ., ὡς τὸ Λατ. Robῑgus, εἰς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἤγοντο τὰ Robigalia πρὸς ἀποφυγὴν τῆς robigo: - τὸ πρῶτον μόνον κατὰ τὸ Ρόδιον ἰδίωμα, ἐρυθίβιος Στράβων 613· τὸ δὲ δεύτερον ἡμαρτημένως γράφεται ἐρυσίβη, ἐν τῷ Γουδ. Ἐτυμ. ἐν λ. ἐρυθίβιος.

Greek Monolingual

ἐρυσίβιος, ὁ (Α) ερυσίβη
(επίθ. του Απόλλωνος στη Ρόδο) αυτός που προστατεύει τους καρπούς τών αγρών από την ερυσίβη.