καθιλαρύνω

Revision as of 10:43, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

c. dat., sine expl., Suid.

German (Pape)

[Seite 1286] verstärktes simplex, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καθῐλᾰρύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἱλαρύνω, Σουΐδ.· καθιλαρεύομαι, = ἱλαρύνομαι, Βασίλ. III. 257Β.

Greek Monolingual

καθιλαρύνω (Α)
(επιτατ. του ιλαρύνω) ευχαριστώ, ευφραίνω, φαιδρύνω κάποιον, χαροποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱλαρύνω (< ἱλαρός)].