Attic for νεοσσεύω.
[Seite 245] nisten, hecken; Ar. Av. 699; Arist. H. A. 6, 1 u. Sp., wie Luc. V. H. 1, 31.
att. c. νεοσσεύω.
νεοττεύω (Α)(αττ. τ.) βλ. νεοσσεύω.
νεοττεύω: νεοττιά, νεόττιον, νεοττίς, νεοττός, νεοττοτροφέομαι, βλ. νεοσσ-.