πενθερίδης

Revision as of 10:45, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

later for πενθεριδεύς.

Greek (Liddell-Scott)

πενθερίδης: ὁ, ὁ τῆς γαμετῆς ἀδελφός, γυναικάδελφος, Θεοδώρη τ. τ. 1, σ. 522, κλ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δ. τ.) πενθεριδεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθερός κατά τα πατρωνυμικά σε -ίδης (πρβλ. Κρον-ίδης)].