ἰδιοσυγκρισία

Revision as of 10:46, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. ἰδιοσυγκρασία.

German (Pape)

[Seite 1237] ἡ, eigenthümliche Zusammensetzung, Sext. Emp. pyrrh. 1, 79 u. a. Sp.

Greek Monolingual

ἰδιοσυγκρισία, ἡ (Α) ιδιοσύγκριτος
η ιδιοσυγκρασία.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιοσυγκρῐσία: ἡ своеобразие, (индивидуальная) особенность: διαφέρομεν ἀλλήλων κατὰ σῶμα ταῖς τε μορφαῖς καὶ ταῖς ἰδιοσυγκρισίαις Sext. мы отличаемся друг от друга физически, по виду и по индивидуальным особенностям.