μορίες

Revision as of 10:46, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

μερῖται, κοινωνοί, Hsch.

Greek Monolingual

μορίες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μερῑται, κοινωνοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος.