μορίες
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Full diacritics: μορίες | Medium diacritics: μορίες | Low diacritics: μορίες | Capitals: ΜΟΡΙΕΣ |
Transliteration A: moríes | Transliteration B: mories | Transliteration C: mories | Beta Code: mori/es |
μορίες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μερῖται, κοινωνοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος.