ῥεγιστής

Revision as of 10:47, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

οῦ, ὁ, v. sub ῥεγεύς.

German (Pape)

[Seite 837] ὁ, der eine Decke, ein Gewand färbt, Hesych.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ῥεγισταί
βαφεῑς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. της λ. ῥεγεύς (< ῥέζω «βάφω»), η ύπαρξη του, όμως, παραμένει αμφίβολη].