later for ὀξύπεινος.
[Seite 353] ὁ, = ὀξύπεινος, Sp.
ὀξυπείνης, ὁ (ΑΜ)αυτός που αισθάνεται πείνα γρήγορα, που πεινάει κάθε τόσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πείνης (< πείνα), πρβλ. γεω-πείνης].