πείνα
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
Greek Monolingual
(I)
η / πεῖνα και ιων. τ. πείνη, ΝΜΑ
1. ισχυρή επιθυμία για τροφή, μεγάλη όρεξη για τροφή
2. συνεκδ. γενική έλλειψη τροφίμων, λιμός, σιτοδεία
νεοελλ.
1. φρ. α) «κέντρο πείνας»
ανατ. περιοχή του εγκεφάλου που πιστεύεται ότι ρυθμίζει το αίσθημα της πείνας
β) «οιδήματα πείνας»
ιατρ. πρήξιμο που προκαλείται ιδίως στα πόδια από τη μακροχρόνια στέρηση τροφής και κυρίως λευκωμάτων και παρατηρείται σε υποσιτιζόμενους λαούς τών χωρών του τρίτου κόσμου, φαινόμενο που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα σε μεγάλη έκταση τον χειμώνα του 1941-1942 κατά τη διάρκεια της εχθρικής κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα
γ) «απεργία πείνας» — η άρνηση λήψεως τροφής από άτομο ή σύνολο με σκοπό να εκφράσουν διαμαρτυρία ή να επιτύχουν την ικανοποίηση τών αιτημάτων τους
δ) «ψοφάω (ή πεθαίνω) της πείνας» ή «δεν σέ βλέπω από την πείνα» — είμαι τόσο εξαντλημένος από την πείνα ώστε δεν λειτουργούν τα αισθητήριά μου, δεν αντέχω πλέον
ε) «βρομούν τα χνότα του από την πείνα» — είναι εντελώς πεινασμένος, είναι πάμπτωχος, δεν έχει να φάει
2. παροιμ. «η πείνα κάστρα καταλεί και χώρες παραδίνει» — αυτοί που στερούνται τών στοιχειωδών μέσων ζωής χάνουν μαζί με το ηθικό και τη δύναμη της υλικής αντοχής και αντίστασης
αρχ.
μτφ. σφοδρή επιθυμία, ακατανίκητος πόθος για κάτι («πεῖνα τοῦ μανθάνειν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι τ. πείνα / πείνη, πεινῆν παρουσιάζουν όμοιο σχηματισμό με τα συγγενικής σημ. δίψα / δίψη, διψῆν και εμφανίζουν συναίρεση σε ē (-ήω) που φαίνεται ότι συνεχίζει παλιά θέματα σε -ā (πρβλ. ομηρ. μτχ. πεινᾶων, διψāων). Αμφίβολη φαίνεται η αναγωγή του τ. πείνα (< pen-yā) στη ρίζα του πένομαι. Αμφίβολο επίσης παραμένει αν τα ρ. πεινῶ και διψῶ είναι παράγωγα τών πείνα και δίψα, αντίστοιχα, ή αν τα πείνα και δίψα αποτελούν μεταρρηματικά παράγωγα].
(II)
ἡ Α
η πίννα.