κιδαφεύω
English (LSJ)
v. πανουργέω, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1437] schlau, listig sein, handeln, Hesych. erkl. πανουργεύεσθαι. Von
Greek Monolingual
κιδαφεύω (Α) κίδαφος
1. (κατά τον Φώτ.) κατατρώγω, διαβιβρώσκω
2. (κατά τον Ησύχ.) «πανουργέω».