ἀκροχολία

Revision as of 10:49, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. sub ἀκραχολία.

German (Pape)

[Seite 85] und ἀκρόχολος, für ἀκραχολία und ἀκράχολος.

French (Bailly abrégé)

v. ἀκραχολία.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
ira violenta, irascibilidad Sopater en Stob.4.5.56, Arist.VV 1251a3, cf. ἀκραχολία.

Greek Monolingual

ακρόχολος, ακροχολώ (AM)
βλ. ακραχολία, ακράχολος, ακραχολώ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροχολία: ἡ вспыльчивость, раздражительность Plut.