ἀκράχολος
English (LSJ)
[ρᾱ], ον,
A quick to anger, ill-tempered, bad-tempered, irascible, Ar.Eq.41, Pl.R.411c, Phld.Lib. p.44 O., etc.; κύων ἀκράχολος = ill-tempered dog, Ar.Fr.594a; μέλισσα Epin. 1.7: Sup., ἀχέρδου τῆς ἀκραχολωτάτης, of a spinous pear. Pherecr. 164:—also ἀκρόχολος, ον, Arist.EN1126a18, Ph.2.268, Plu.2.604b, etc.
II generally, in passionate distress, Theoc.24.61. (ἀκρᾱ- is confirmed by metre of Com., Ion. form ἀκρη-, and etym. (shortened fr. ἀκρᾱτ-); ἀκρο- is freq. v.l. in codd. of early authors, as Pl. l. c.)
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 irascible, de mal genio de pers., Ar.Eq.41, Pl.R.411c, ἀ. καὶ κυνώδης πρὸς ἅπαντας Phld.Lib.3b.4, tb. ἤθη Pl.Lg.791d, Ph.1.389, de anim. κύων ἀ. Ar.Fr.608, μέλισσα Epin.1.7.
2 espinoso ἀχέρδου τῆς ἀκραχολωτάτης Pherecr.174.
3 altamente excitado ὑπαὶ δείους Theoc.24.61, cf. ἀκρόχολος.
German (Pape)
[Seite 81] (ion. ἀκρήχολος, von ἄκρος od. ἄκρατος u. χόλος), jähzornig, Ar. Eq. 41 (Schol. εἰς ὀργὴν πρόχειρος); Plat. Legg. VII, 791 d Rep. III, 411 c, neben ὀργίλοι, wo vor Bekk. ἀκρόχ. stand. Allgemeiner verb. Theocr. 24, 60 ξηρὸν ὑπαὶ δείους ἀκράχολον, in heftiger Gemüthsbewegung; Phereer. bei B. A. 475 nennt ἄχερδος ἀκραχολωτάτη, derviel Spitzen, Dornen hat; μέλισσα ἀκρ. Epinic. Ath. X, 432 c.
French (Bailly abrégé)
ἀκράχολος ou ἀκρόχολος;
ος, ον :
1 emporté, passionné;
2 blême.
Étymologie: ἄκρος, χολή.
Russian (Dvoretsky)
ἀκράχολος: (ρᾱ)
1 вспыльчивый, раздражительный Arph.;
2 взволнованный (Theocr. - v.l. ἀκρόχλοος).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκράχολος: [ᾱ], -ον, ὁ ταχέως ἢ αἰφνιδίως ὀργιζόμενος, ὀργίλος, Ἀριστοφ. Ἱπ. 41· κύων ἀκρ., ὀξύθυμος, χαλεπὸς κύων, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 535· μέλισσα, Ἐπίνικος ἐν «Μνησιπολέμῳ» 1.7· ἄχερδος ἀκρ., ἄγριον ἀπίδιον (ἀχλάδι) ἀκανθῶδες, τὸ ὁποῖον ὅταν τὸ ἐγγίσῃ τις ἀγκυλώνεται, Φερεκρ. Ἄδηλ. 32: - ὡσαύτως ἀκρόχολος, ον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 9, Φίλων, Πλούτ. κτλ. ΙΙ. καθόλου, ὁ ἐν παραφόρῳ θλίψει εὑρισκόμενος, Θεοκρ. 24. 60. (Οἱ τύποι ἀκράχολος-χολέω, ἐπιβεβαιοῦνται ὑφ’ ὅλων τῶν ποιητικῶν χωρίων, ὡς καὶ ὑπὸ τοῦ Ἰωνικοῦ τύπου ἀκρηχολία ἐν Ἱππ. καὶ ἐν Α. Β. 77 ἀκράχολος ἀναφέρεται εἰς Πλάτ. Πολ. (441C.), ἔνθα τὰ πλεῖστα τῶν χειρογράφων ἔχουσιν ἀκρόχολος, ἐνῷ ἐν Νόμ. 731D, 791D, ἀναγινώσκομεν ἀκράχ-· πρβλ. Εὐστ. 1243. 23, 1735. 46. Ὁ ἀρχικὸς τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο ἀκράχολος, οὗτος δὲ πιθανῶς προέκυψεν ἐκ συστολῆς τοῦ ἀκρατόχολος, ἴδε ἀκρητόχολος, καὶ πρβλ. Λοβ. Φρύν. 664, ὅτε δὲ αὕτη ἡ ἔννοια ἐλησμονήθη, ὁ τύπος ἀκρόχολος βαθμηδὸν εἰσήχθη).
Greek Monolingual
ἀκράχολος, -ον και ἀκρόχολος (Α)
1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οξύθυμος, οργίλος
2. (για ζώα) άγριος
3. πολύ λυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ετυμολόγηση της λ. από τον τ. ἀκρᾱτ-χολος < ἄκρᾱς (=άκρατος) + -χολή, όπου το α΄ συνθ. θα μπορούσε να θεωρηθεί αμάρτυρος τ. σχηματισμένος πιθανόν αναλογικά προς το εὐκρᾱς, -ᾱτος (= εύκρατος), που θα σήμαινε «τον έχοντα καθαρή, μη αναμεμιγμένη (σε παραπτώματα) συνείδηση» (πρβλ. θ. κρᾱ-, κεράννυμι, ἄκρατος, κρατήρ), είναι προβληματική. Τύπος ἄκρᾱς δεν μαρτυρείται, μολονότι αντιτείνεται πως υπάρχει στη λ. ἀκρήσπεδος του Ησυχίου: ἀκρήσπεδος
η αγαθή (ενν. γη). Εξάλλου στη σύνθεση θα περίμενε κανείς κανονικά τ. ἀκρᾱτόχολος, με συνθ. φωνήεν -ο-, αντί ἀκρᾱτ-χολος. Έτσι είναι προτιμότερο να δεχθούμε την παραγωγή της λ. ἀκράχολος απευθείας από τη φρ. «ἄκρᾱ χολὴ» (> ἀκράχολος, «σύνθετο εκ συναρπαγής»), απ’ όπου αργότερα ο τ. ἀκρόχολος κατά τα πολλά σύνθετα του ἄκρος (ἀκρο-) με συνθ. φωνήεν -ο-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκραχολέω, ἀκραχολία. Βλ. και λήμμα ακ-].
Greek Monotonic
ἀκράχολος: [ᾱ], -ον (ἄκρος, χόλος),
I. οξύθυμος, οργίλος, φλογερός, αψύς, σε Αριστοφ.
II. αυτός που βρίσκεται σε παράφορη θλίψη, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἄκρος, χόλος
I. quick to anger, passionate, Ar.
II. in passionate distress, Theocr.
Frisk Etymology German
ἀκράχολος: {akrá̄kholos}
Meaning: heftig zürnend (att.)
Derivative: mit ἀκραχολία, ion. (Hp.) ἀκρηχολίη; denom. Verb ἀκραχολέω (Pl.).
Etymology: Eig. "mit ungemischter Galle", aus *ἀκράτχολος, von *ἀκράς = ἄκρατος, vgl. ἀκρητόχολος (Hp.) und εὐκράς = εὔκρατος wohlgemischt. Später (Arist. usw.) nach ἄκρος in ἀκρόχολος, -ία umgestaltet. Brugmann IF 17, 8, Fraenkel Nom. ag. 1, 84ff. Dasselbe Vorderglied wird von Brugmann a. a. O. 174ff. in ἀκρήπεδος· ἡ ἀγαθή (scil. γῆ) H. vermutet.
Page 1,58
English (Woodhouse)
quick-tempered, hasty in temper, quick to anger, quick to wrath
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού γρήγορα ὀργίζεται, εὐερέθιστος). Ἲσως συνθέτη λέξη ἀπό τίς λέξεις: ἄκρατος + χόλος. Ἀπό δῶ τά παράγωγα: ἀκραχολέω (=εἶμαι ὀξύθυμος), ἀκραχολία.
Translations
choleric
Bulgarian: раздразнителен, сприхав; Catalan: colèric; Dutch: cholerisch, kwaad; English: bad-tempered, bilious, bitchy, brainish, cantankerous, carnaptious, choleric, crabbit, crabby, cranky, crotchety, dyspeptic, edgy, fantoddish, fiery, fretful, grotchy, grouchy, grumpy, hissy, hotheaded, hot-headed, hot-livered, hot-tempered, hot-tempered;, huffy, humpy, ill-natured, ill-tempered, irascible, irritable, ornery, out of sorts, peevish, pettish, petulant, prickly, querulous, quick to anger, quick-tempered, raspy, ratty, scratchy, shirty, short-tempered, snappish, snappy, snippety, snippish, snippy, snitchy, spitfire, splenetic, stressy, surly, testy, tetchy, tetty, thin-skinned, thorny, touchy, twitchy, umbrageous, waspish; Finnish: koleerinen, raivoisa; Galician: colérico; Greek: χολερικός, ευέξαπτος, ευερέθιστος, θερμοκέφαλος; Ancient Greek: ἀκράχολος, ἀκρόχολος, δύσοργος, ἐγκρασίχολος, ὀξυθυμίας, ὀξύθυμος, ὀξυκάρδιος, ὀξύρροπος, ὀξύς, ὀξύχολος, ὀργὴν ἄκρος, πλήκτης, ταχύμηνις, φιλόδηρις, χαλεπός, χολοδεκτικός; Hungarian: kolerikus, lobbanékony, hirtelen haragú, ingerlékeny; Italian: collerico; Latin irascibilis; Maori: whanewhane; Portuguese: colérico; Spanish: colérico; Swedish: kolerisk; Ukrainian: холерик