λευκόγεως
English (LSJ)
ων, = λευκόγειος.
German (Pape)
[Seite 33] ων, dasselbe, Schol. Ap. Rh. 1, 826.
Greek Monolingual
λευκόγεως, -ων (Α)
βλ. λευκόγειος.
ων, = λευκόγειος.
[Seite 33] ων, dasselbe, Schol. Ap. Rh. 1, 826.
λευκόγεως, -ων (Α)
βλ. λευκόγειος.