λευκόγειος
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
λευκόγειον, Thphr. CP 2.4.4, Hsch. s.v. ἄργιλος; λευκο-γέως, ων, Str.9.5.18, Eust.332.21 (v.l. λευκόγαιος):—of or with white earth, ll. cc.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόγειος: -ον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 4· λευκόγεως, ων, Στράβ. 439 (μετὰ διαφ. γραφ. λευκόγαιος)· ― ἔχων λευκὴν γῆν ἢ ἐκ λευκῆς γῆς.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM λευκόγειος, -ον, Α και λευκόγεως, -ων και λευκόγαιος, -ον)
αυτός που έχει λευκή γη, άσπρο χώμα, ή αυτός που προέρχεται από λευκή γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -γειος (< γαία), πρβλ. επίγειος, υπόγειος. Οι τ. λευκόγεως και λευκόγαιος < λευκ(ο)- + γαία (περισσότερα για τη μορφή του β' συνθετικού βλ. γη)].