v. σατίνη, sub fin.
σάτιλλα: «πλειὰς τὸ ἄστρον» Ἡσύχ., ἴδε τὸ ἑπόμ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «Πλειάς, τὸ ἄστρον».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σατίνη.