σατίνη

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰτῐ́νη Medium diacritics: σατίνη Low diacritics: σατίνη Capitals: ΣΑΤΙΝΗ
Transliteration A: satínē Transliteration B: satinē Transliteration C: satini Beta Code: sati/nh

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, chariot, ποιῆσαι σατίνας καὶ ἅρματα h.Ven.13; ἐπιβαίνει σατινέων Anacr.21.12; σατίναις ὐπ' ἐϋτρόχοις ἆγον αἰμιόνοις Sapph.Supp.20a13; ζυγίους ζευξάσᾳ θεᾷ σατίνας E.Hel.1311 (lyr.): only found in plural (sg. in E. l.c. codd.).—Hsch. cites σάτιλλα, = Πλειάς, the constellation being regarded as a car.

German (Pape)

[Seite 864] ἡ, der Kampfwagen, Streitwagen; Hom. h. Ven. 13; ζεύξασα σατίναν, Eur. Hel. 1327; übh. Wagen, Kutsche, Anacr. bei Ath. XII, 534 a, vgl. Mehlhorn Anacr. p. 227; wird auf σάσαι zurückgeführt, das bei den Paphiern = καθ ίσαι war.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 char de combat;
2 p. ext. chariot, char.
Étymologie: DELG mot certainement emprunté, pê au phrygien.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σᾰτίνη -ης, ἡ strijdwagen; koets (voor vrouwen).

Russian (Dvoretsky)

σᾰτίνη: ἡ (ион. gen. pl. σατινέων) боевая колесница HH, Eur., Anacr.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πολεμικός δίφρος, πολεμικό άρμα («ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για φρυγικό δάνειο (πρβλ. αρμεν. sayl «άρμα»). Ο τ. συνδέεται με τον τ. σάτιλλα «Πλειάς», επειδή ο αστερισμός έμοιαζε με άρμα, και ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο αρμεν. satilya. Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για λ. θρακικής προέλευσης].

Greek Monotonic

σᾰτίνη: [ῐ], ἡ, πολεμικό άρμα, άμαξα, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

σᾰτίνη: [ῑ], ἡ, πολεμικὸς δίφρος, ἅρμα, ἅμαξα πολεμική, ποιῆσαι σατίνας τε καὶ ἅρματα Ὀμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 13· ἐπιβαίνει σατινέων Ἀνακρ. 29. 12· ζυγίους ζεύξασα θεά σατίνας Εὐρ. Ἐλ. 1311. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει σάτιλλα, = πλειάς, ἐπειδὴ ὁ ἀστερισμὸς οὗτος ἐθεωρεῖτο ὡς παριστάνων ἅρμα.

Middle Liddell

σᾰτῐ́νη, ἡ,
a war-chariot, chariot, car, Hhymn., Eur. [deriv. uncertain]

Translations

chariot

Arabic: عَرَبَة‎; Armenian: մարտակառք; Avestan: 𐬭𐬀𐬚𐬀‎; Azerbaijani: araba; Basque: guda-gurdi; Belarusian: калясні́ца; Bengali: রথ; Bulgarian: колесница; Burmese: ရထား; Catalan: carro; Chinese Mandarin: 雙輪戰車, 双轮战车, 戰車, 战车, 馬戰車, 马战车, 馬車, 马车; Coptic: ⲃⲣϭⲟⲟⲩⲧ, ϩⲁⲣⲙⲁ; Czech: válečný vůz, vůz; Danish: stridsvogn; Dutch: strijdwagen; Esperanto: armea ĉaro; Finnish: sotavaunut; French: char, charriot; Galician: biga; Georgian: ეტლი; German: Streitwagen; Greek: άρμα; Ancient Greek: ἅρμα, δίφρος, λαμπήνη, ὄχος, ὄχεα; Hebrew: מֶרְכָּבָה‎; Hindi: रथ; Ido: charo; Indonesian: cikar; Irish: carbad; Italian: biga; Japanese: 戦車, チャリオット, 馬車; Kazakh: арба; Khmer: រថ, រទេះ; Korean: 전차, 마차; Kyrgyz: араба; Lao: ສັນທະນະ, ລົດ; Latin: currus, curriculum, essedum, rota, quadrigae; Malay: cikar; Malayalam: രഥം, തേര്; Maori: hāriata; Middle Persian: 𐫡𐫍𐫏‎‎; Mon: ရထာပၞာန်,ကွဳပၞာန်; Norwegian Bokmål: stridsvogn; Old Church Slavonic: возъ; Old English: hrædwæġn; Old Norse: reið; Mon: ယုဒ္ဓရထ; Persian: گردونه‎, ارابه‎, غرده‎; Polish: rydwan; Portuguese: biga; Romanian: bigă, car de luptă; Russian: колесница; Sanskrit: रथ; Scottish Gaelic: carbad; Serbo-Croatian Cyrillic: двоколица, кочије; Roman: dvokolica, kočije; Slovak: voz; Slovene: voz; Spanish: quadriga, biga, carro; Swedish: stridsvagn, häststridsvagn; Tagalog: karo; Tajik: ароба; Thai: รถ; Turkish: savaş arabası; Ugaritic: 𐎎𐎗𐎋𐎁𐎚; Ukrainian: колісниця; Urdu: رتھ‎; Uzbek: jang aravasi, arava; Vietnamese: chiếc xe, xe; Welsh: cerbyd