τρύσιππος
English (LSJ)
ὁ, v. τρυσίππιον.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
(κατά τον Θεόγνωστ.) γέρικο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από τη λ. τρυσίππιον.
ὁ, v. τρυσίππιον.
ὁ, ΜΑ
(κατά τον Θεόγνωστ.) γέρικο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από τη λ. τρυσίππιον.