Doric for σκήνημα.
σκάναμα: «τόπος πρὸς τὸ εὖ στιβάσασθαι» Ἡσύχ.
Α(κατά τον Ησύχ.) «τόπος πρὸς τὸ εὖ στιβάσασθαι».