σκήνημα
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
Dor. σκάναμα IG42(1).109 i 128, al. (Epid., iii B.C., pl.), ατος, τό = σκηνή, X. HG5.3.19; camp, Anon. ap. Suid.: pl., nest, A.Ch.251.
German (Pape)
[Seite 895] τό, = σκηνή; ἔρως αὐτὸν ἔσχε τῶν σκιερῶν σκηνημάτων, Xen. Hell. 5, 3, 19; bei Aesch. Ch. 249 das Nest.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 campement;
2 nid.
Étymologie: σκηνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκήνημα -ατος, τό [σκηνέω] tent; Xen. Hell. 5.3.19; overdr. plur. nest. Aeschl. Ch. 251.
Russian (Dvoretsky)
σκήνημα: ατος τό
1 шатер, палатка (τὰ σκιερὰ σκηνήματα Xen.);
2 pl. гнездо (sc. αἰετοῦ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
σκήνημα: τό, = σκηνή, κατοικία, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· ἐν τῷ πληθ., φωλεά, Αἰσχύλ. Χο. 251.
Greek Monolingual
(I)
-ήματος, τὸ, και δωρ. τ. σκάναμα, -άματος, Α
1. σκηνή
2. κατασκήνωση
3. στρατόπεδο
4. φωλιά («οὐ γὰρ ἐντελείς θήραν πατρῴαν προσφέρειν σκηνήμασιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνῶ (II). Ο δωρ. τ. σκάναμα < αμάρτυρο δωρ. σκανῶ, -άω].
(II)
-ήματος, τὸ, Α σκῆνος
το σώμα.
Greek Monotonic
σκήνημα: -ατος, τό (σκηνέω), = σκηνή, τόπος διαμονής, κατοικία, σε Ξεν.· στον πληθ., φωλιά, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
σκήνημα, ατος, τό, σκηνέω = σκηνή
a dwelling-place, Xen.: in plural a nest, Aesch.