δρυοκόπος

Revision as of 10:50, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. δρυοκολάπτης.

German (Pape)

[Seite 669] Bäume hauend, eine Vogelart, = vorigem, Arist. part. an. 3, 1.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pájaro carpintero Arist.PA 662b7.

Greek Monolingual

ο (Α δρυοκόπος)
νεοελλ.
αναρριχητικό πτηνό που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη
αρχ.
υλοτόμος, ξυλοκόπος.

Russian (Dvoretsky)

δρυοκόπος: ὁ Arst. = δρυοκολάπτης.