[ᾱ] Doric for φηγός.
dor. c. φηγός.
(I)ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. φηγός.(II)ὁ, Αβλ. φακός.
φᾰγός, οῦ, ὁ, [from φᾰγεῖν]a glutton, NTest.