φακός
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
ὁ (φακόν, τό, Pap. in Philol.80.340 (s. v.l.)),
A lentil, Ervum lens, and its fruit, Solon 38.3, Hdt.4.17, IG12.334.7, Thphr. HP 8.1.4, Diocl.Fr.117, etc.; φακὸν ἕψειν Theoc.10.54; ἕψημα φακοῦ LXX Ge.25.34; ἀφέψημα φακοῦ Sor. 1.121.
b pl. = φακῆ, lentil soup, Pherecr.67.3, Amphis40, Gal.6.770, Vict.Att.7.
2 φακός ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, duckweed, Lemna minor, Dsc.1.12, 4.87.
II anything shaped like lentils:
1 hot-water bottle, POxy.1088.46 (i A. D.); φακός ὀστράκινος Hp.Nat.Mul.34; πυρίη φακῶν τῶν κεραμήων Aret.CA2.5; φακός τοῦ ἐλαίου oil-flask, LXX 1 Ki.10.1; τοῦ ὕδατος ib.26.11.
2 spot on the body, mole, birthmark, PPetr.3p.2, al. (iii B. C.), Dsc.1.13, 5.118, Plu.2.563a, 800e, Gal.11.845, etc.
3 ornament on beds, Theodor.Hierap. ap. Ath.10.413b. (Cf. Albanian
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, 1) die Linsenpflanze u. ihre Frucht, die bes. bei Leichenbegängnissen gegessen wurde; Solon 30; Her. 4, 17 u. A.; Diosc.; dah. τὸν φακὸν ηὐτρέπισαν Nicarch. 26 (XI, 119); – φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, die Wasserlinse, Diosc. – 2) ein linsenförmiges Gefäß, eine flachrunde Wärmflasche, Hippocr. – 3) ein linsenförmiger Fleck am Leibe, Leberfleck, auch Sommersprossen; Medic.; Plut. S. N. V. 21.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 lentille, plante et graine ; φακὸς ἐκ τῶν τελμάτων LUC lentille d'eau ; purée de lentilles;
2 p. anal. tache de rousseur.
Étymologie: DELG cf. lat. faba.
Russian (Dvoretsky)
φᾰκός: ὁ
1 чечевица Her., Anth.;
2 веснушка Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰκός: ὁ, τὸ φυτὸν καὶ ὁ καρπὸς τῆς φακῆς, τρώγουσι... συμμεμιγμένους γούρους φακοῖσι Σόλων παρ’ Ἀθην. 645F, Ἡρόδ. 4. 17, κλπ.· ― ὡσαύτως ὡς τὸ φακῆ, ἔδεσμα ἐκ φακῶν, μάλιστα ἐν τῷ πληθυντ., Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 1, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 4, κλπ.· ἀλλ’ οὐδέποτε τὸ θηλ. φακῆ λέγεται ἐπὶ τοῦ ὠμοῦ ὀσπρίου, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 455. 2) φ. ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, φυτόν τι φυόμενον εἰς ἕλη, Lemna minor, Διοσκ. 4. 88. ΙΙ. πρᾶγμα ὅμοιον τὸ σχῆμα πρὸς ὠμὸν φακόν: 1) φ. ὀστράκινος, πλατὺ ἀγγεῖον εἰς σχῆμα φακοῦ πρὸς θέρμανσιν χρήσιμον, Ἱπποκρ. 576. 44, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 5· φ. τοῦ ἐλαίου, ἀγγεῖον ἐλαίου, «λαδικόν», Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Ι΄. 1). 2) θήκη νεκροῦ, Ἰουστῖν Μάρτ. 3) κηλὶς ἐπὶ τοῦ σώματος, στίγμα, «ἐλῃά», ἀκροχορδόνες καὶ μιάσματα καὶ φακοὶ πατέρων ἐν παισὶν ἐμφανισθέντες Πλούτ. 2. 563Α· ἐν τῷ προσώπῳ φακὸς τῆς κλίνης περίχαλκον Ἀθήν. 413Β.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και φαγός, και φακόν, τὸ, Α
νεοελλ.
1. φυσ. τεμάχιο γυαλιού ή οποιουδήποτε άλλου διαθλαστικού υλικού, στερεού ή και υγρού, που περικλείεται συνήθως από σφαιρικές επιφάνειες και χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό οπτικών ειδώλων (α. «αμφίκυρτος φακός» β. «κοιλόκυρτος φακός» γ. «επιπεδόκυρτος φακός» δ. «αμφίκοιλος φακός»)
2. (ειδικά) το ματογυάλι
3. φορητή ηλεκτρική λυχνία
4. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πρωτοζώων μαστιγοφόρων
5. (πετρογρ.) μεταλλοφόρο σώμα ή πέτρωμα με σχετικά μεγάλο πάχος στο μέσον του που ελαττώνεται βαθμιαία στα άκρα, όπως σε έναν αμφίκυρτο φακό
6. γεωλ. δευτερεύουσα λιθοστρωματογραφική ενότητα η οποία περιλαμβάνει ένα γεωλογικό στρώμα με σχετικά μικρή γεωγραφική έκταση και με πάχος ελαττούμενο βαθμιαία προς όλες τις κατευθύνσεις
7. φρ. α) «κρυσταλλοειδής φακός»
ανατ. βλ. κρυσταλλοειδής
β) «μεγεθυντικός φακός» — συγκλίνων φακός που χρησιμοποιείται για την παρατήρηση τών λεπτομερειών ενός αντικειμένου
γ) «φακοί επαφής»
ιατρ. διαφανής οπτική πρόθεση δισκοειδούς σχήματος, προοριζόμενο για τοποθέτηση σε επαφή με τον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού με σκοπό τη διόρθωση διαθλαστικών ανωμαλιών του
δ) «ηλεκτρονικός φακός»
(φυσ.-τεχνολ.) συσκευή αξονικής συμμετρίας, αποτελούμενη από πυκνωτές, πηνία ή ηλεκτρομαγνήτες που εκτρέπει δέσμη ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων, όπως ακριβώς οι οπτικοί φακοί εκτρέπουν τις φωτεινές δέσμες
ε) «τηλεαντικειμενικός φακός»
(φωτογρ.) βλ. τηλεαντικειμενικός
στ) «αχρωματικός φακός»
φυσ. βλ. αχρωματικός·ζ) «καταδυτικός φακός»
φυσ. βλ. καταδυτικός·η) «αντικειμενικός φακός» ή, απλώς, «αντικειμενικός»
φυσ. ο πρώτος φακός, σύστημα φακών ή κάτοπτρο, από τα οποία διέρχεται το φως όταν εισέρχεται σε ένα οπτικό σύστημα, λ.χ. μικροσκόπιο ή τηλεσκόπιο
θ) «φωτογραφικός φακός» — φακός φωτογραφικής μηχανής
ι) «φακός υπερήχων»
φυσ. διάταξη κατασκευασμένη από κατάλληλο υλικό, όπως είναι το πλεξιγκλάς ή το καουτσούκ, στο εσωτερικό της οποίας η ταχύτητα τών υπερήχων είναι διαφορετική από την ταχύτητά τους μέσα σε ένα υπό εξέταση μέσον, λ.χ. το νερό ή το ανθρώπινο σώμα, γεγονός που προκαλεί την εκτροπή τών υπερήχων κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν που οι οπτικοί φακοί εκτρέπουν τις φωτεινές ακτίνες
ια) «συγκλίνοντες ή συγκεντρωτικοί φακοί»
φυσ. φακοί παχύτεροι στο κεντρικό μέρος τους που προκαλούν τη σύγκλιση τών φωτεινών ακτίνων που διέρχονται από αυτούς προς τον κύριο άξονα του φακού
ιβ) «αποκλίνοντες ή αποκεντρωτικοί φακοί»
φυσ. φακοί παχύτεροι στα άκρα τους, που προκαλούν την απόκλιση τών φωτεινών ακτίνων από τον κύριο άξονα, προς τον οποίο, πριν από την πρόσπτωση τους στον φακό, ήταν παράλληλοι
ιγ) «αστιγματικός φακός»
ιατρ. βλ. αστιγματικός
ιδ) «φακός προσοφθάλμιος»
φυσ. βλ. προσοφθάλμιος
αρχ.
1. η φακή («κρόμμυα καὶ σκόροδα και φακοὺς καὶ κέγχρους», Ηρόδ.)
2. φαγητό από φακές
3. καθετί όμοιο στο σχήμα με τη φακή
4. θήκη νεκρού, φέρετρο («ἡμῖν ὑποδειξάντων καὶ φακόν τινα ἐκ χαλκοῦ κατεσκευασμένον, ἐν ᾧ τὰ λείψανα αὐτῆς σώζεσθαι ἔλεγον», Iουστ.)
5. εφηλίδα, φακίδα
6. κόσμημα του κρεβατιού
7. φρ. α) «φακὸς ὀστράκινος» — πλατύ αγγείο σε σχήμα φακής, που χρησίμευε για θέρμανση (Ιπποκρ.)
β) «φακὸς τοῦ ἐλαίου» — αγγείο για το λάδι (ΠΔ)
γ) «φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων» — η φακή του νερού, το φυτό λέμνα (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.. Η λ. φακός παρουσιάζει μορφολογικές ομοιότητες με τ. που χρησιμοποιούνται για το όσπριο φάβα (πρβλ. λατ. faba, αρχ. πρωσ. babo, αλβαν. bathe < ΙΕ τ. bhabha), εμφανίζει, όμως, κατάλ. -κο-ς, η οποία θα μπορούσε να παραβληθεί με την κατάλ. ορισμένων τ., δάνειων στην Ελληνική, που δηλώνουν διάφορα είδη φυτών (πρβλ. αἴσακος, ἀμάρακος, ἄρακος)].
Greek Monotonic
φᾰκός: ὁ, φακή και οι καρποί αυτής, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
φᾰκός, οῦ, ὁ,
lentil, and its fruit, Hdt., etc.
Frisk Etymology German
φακός: {phakós}
Grammar: m.
Meaning: Linse, oft übertr. auf linsenähnliche Gegenstände, z.B. Wärmflasche, Muttermal, Sommersprosse (ion. att.).
Composita: Als Vorderglied u.a. in φακοειδής linsenförmig (Arist., Str. u.a.).
Derivative: Davon 1. φάκιον n. Linsendekokt (Hp.). 2. -ινος aus Linsen bereitet mit -ινᾶς m. Verkäufer von Linsenprodukten, φακινοπώλιον n. Laden mit Linsenprodukten (Pap. u.a.), 3. -ώδης linsenartig, voll linsenartiger Flecke (Hp. u.a.). -ωτός linsenförmig (Mediz.), -ώσεις f. pl. ‘Sommersprossen- bildungen’ (Heph. Astr.). Auch 4. φακέα (Epich.), φακῆ (Ar., hell. u. sp.) f. Linsengericht, Linsensuppe; φακεψός, φακηψός m. ‘Linsen(suppen)kocher’ (: φακός, φακῆ; hell. u. sp. Pap.). 5. Spottname Φακᾶς m. (Suid. s. Διοσκορίδης). — Zu ἀφάκη s. bes.
Etymology: Kulturwort unsicheren Ursprungs. Lautlich deckt sich φακός mit dem auch begrifflich nahestehenden alban. Wort für Saubohne’, bathë (idg. *bhaḱā). Zum Ausgang vgl. ἄρακος; die Anfangssilbe findet sich auch in den reduplizierten lat. faba (idg. *bhabhā), russ. bob, apreuß. babo Bohne wieder. Hypothesen über den etwaigen Zusammenhang m. reicher Lit. bei WP. 2, 131, Pok. 106, W.-Hofmann und Vasmer s.vv. Zu den idg. Benennungen der Linse Schrader-Nehring Reallex. 2, 13. — Vgl. φάσηλος.
Page 2,985
Mantoulidis Etymological
ὁ (=τό φυτό καί ὁ καρπός τῆς φακῆς). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.