ἀγάθεος
English (LSJ)
Doric for ἠγάθεος.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάθεος: Δωρ. ἀντὶ ἠγάθεος, Πίνδ.
French (Bailly abrégé)
v. ἠγάθεος.
English (Slater)
ᾱγᾰθεος
1 most holy ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ (P. 9.71) ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι (N. 6.34)
Greek Monotonic
ἀγάθεος: Δωρ. αντί ἠγάθεος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάθεος: дор. Pind. = ἠγάθεος.