Doric for κνηκίας.
[Seite 1459] ὁ, κνακός, κνακων, dor. = κνηκίας, κνηκός, κνήκων.
κνᾱκίας: κνᾱκός, κνάκων, Δωρ. ἀντὶ κνηκ-.
κνακίας, ὁ (Α)(δωρ. τ.) βλ. κνηκίας.