πασσέληνος

Revision as of 10:51, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

v. πανσέληνος.

Greek (Liddell-Scott)

πασσέληνος: -ον, ἀντὶ πανσ-, ὡς ὁ Βεκκῆρος γράφει παρ’ Ἀριστ.

Greek Monolingual

ή, Α
βλ. πανσέληνος.

Greek Monotonic

πασσέληνος: -ον = παν-σέληνος.

Russian (Dvoretsky)

πασσέληνος: Arst. = πανσέληνος I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πασσέληνος zie πανσέληνος.

Middle Liddell

πασ-σέληνος, ον, = πανσέληνος.]