αὐτάρεστος
English (LSJ)
v. αὐτάρεσκος.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτάρεστος: «ὁ ἐφ’ ἑαυτῷ ἀγαλλόμενος», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον satisfecho de sí mismo Hsch.
v. αὐτάρεσκος.
αὐτάρεστος: «ὁ ἐφ’ ἑαυτῷ ἀγαλλόμενος», Ἡσύχ.
-ον satisfecho de sí mismo Hsch.