κίλλιος

Revision as of 10:52, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

α, ον, = κιλλός.

German (Pape)

[Seite 1438] dem Esel ähnlich, eselgrau, Poll. 7, 56 erkl. ὀνάγρινον χρῶμα.

Greek Monolingual

κίλλιος, -ία, -ον (Α) κίλλος
αυτός που έχει το χρώμα του όνου, κιλλός («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα», Πολυδ.).