Doric for κληρόω.
κλᾱρόω 1 allot Τιμόσθενες, ὔμμε δ' ἐκλάρωσεν πότμος Ζηνὶ γενεθλίῳ (O. 8.15)
κλαρόω Dor. voor κληρόω.
κλᾱρόω: дор. Pind. = κληρόω.