κληρόω

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρόω Medium diacritics: κληρόω Low diacritics: κληρόω Capitals: ΚΛΗΡΟΩ
Transliteration A: klēróō Transliteration B: klēroō Transliteration C: kliroo Beta Code: klhro/w

English (LSJ)

Dor. κλᾱρόω, inf.
A κλαρώεν Foed.Delph.Pell. 1 A6, κλαρώειν SIG647.33 (Stiris, ii B.C.): (κλῆρος A):—appoint by lot, ἐξ ἁπάντων τὰς ἀρχάς Isoc.7.22; ἀθλητάς Arist.Rh.1393b5; διαιρετὰς τῶν κτημάτων SIG364.9 (Ephesus, iii B.C.); τὰ δικαστήρια ib.647.33; ἄλλον [ἱερόν] IG5(1).1390.6(Andania, i B.C.); also, of the lot, fall on, οὓς ἐκλήρωσεν πάλος E.Ion416:—Med., cast lots for office, of candidates, ἂν ἔλθῃ κληρωσόμενος τῶν ἐννέα ἀρχόντων Lys.6.4, cf. 24.13; κ. ἱερωσύνης D.57.62; κληρουμένων ἐπιμελῶς Arist.Ath.27.4; ὃς ἂν κληρούμενος λαγχάνῃ Pl.Plt. 298e:—Pass., to be appointed by lot, Arist. Ath.43.2, Decr.ib.30.5, SIG525.11 (Crete, iii B.C.), IG5(1).1390.132 (Andania, i B.C.), etc.; [πρόεδροι] κεκληρωμένοι D.24.89; κεκληρῶσθαι ἄρχειν Luc.Luct.2.
2 cast lots, Pl.Lg.759c, 856d; κληρώσω πάντας I will make all draw lots, Ar.Ec.682; κ. τὰς φυλάς Plb.6.20.2:—Med., A.Th.55, Ar.Ec.836, D.21.133; ὅτε ἐκληροῦσθε when you were drawing lots, Id.19.1.
3 Med., have allotted one, obtain by lot, δεσπότας E.Tr.29; ἱερωσύνην Aeschin.1.188; ἀμπέλων δεκανίαν IGRom.4.1675 (Lydia): metaph., obtain as one's sphere or obtain as one's province, τὸ ταὐτὸν ὁ δημιουργὸς ἐκληρώσατο Dam.Pr.321; Astrol., ἥλιος κληρωσάμενος τὴν ὥραν Vett.Val.61.1; κεκληρῶσθαι to be in possession of, to have, Hp. Ep.20, Procl.Inst.110; τὴν καρδίαν κεκλήρωται ἐπὶ τῇ φάρυγγι Ael. NA5.31.
II allot, assign, ὔμμε δ' ἐκλάρωσε πότμος Ζηνί Pi.O.8.15; μοίρας, τὴν μὲν ἐπὶ μονῇ, τὴν δ' ἐπὶ ἐξόδῳ Hdt.1.94; ἓν ἑκάστῳ ἐκλήρωσαν Th.6.42:—Pass., ἐκληρώθην δούλη E.Hec.100 (anap.).
2 ὀμφὰν κ. deliver an oracle by lot, Id.Ion908 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1452] loosen, durchs Loos bestimmen, wählen; οὓς ἐκλήρωσεν πάλος Eur. Ion 416; τινὰ ἐπί τι, zu Etwas, Her. 1, 94; κληροῦν οὕτω τῇ θείᾳ τύχῃ ἀπ οδιδόντα Plat. Legg. VI, 759 c; Folgde; ἐξ ἁπάντων τὰς ἀρχάς Isocr. 7, 22, Pol. 6, 20, 2. – Auch = durchs Loos zuteilen, ὔμμε δ' ἐκλάρωσεν πότμος Ζηνί Pind. Ol. 8, 15. – Häufig im med., sich zuloofen lassen, durchs Loos zugetheilt bekommen, Xen. Cyr. 1, 6, 19; für sich loofen, Plat. Legg. V, 741 b; vgl. Aesch. Spt. 55; bes. von dem, der sich zum Loosen um ein Amt stellt, ἱερωσύνην, um die Priesterwürde, Aesch. 1, 188; auch προεκρίθην ἐν τοῖς εὐγενεστάτοις κληροῦσθαι τῆς ἱεοωσύνης τῷ Ἡρακλεῖ, Dem. 57, 46; auch κληροῦσθαι τῶν ἐννέα ἀρχόντων, an der Wahl der neun Archonten durchs Loos Teil nehmen, Lys. 24, 13; so ist auch zu fassen ὃς ἂν κληρούμενος λαγχάνῃ, Plat. Polit. 298 e, wer immer, wenn er sich zum Loosen gestellt hat, durchs Loos getroffen, erwählt wird. Aber κεκληρῶσθαι γάρ φασι τὸν Πλούτωνα ἄρχειν τῶν θανόντων ist pass., er ist durch das Loos bestimmt worden, hat durchs Loos die Herrschaft über die Todten erlangt, Luc. de luct. 2, was sonst λαχεῖν heißt; vgl. Ammon. p. 86; ἐκληρώθη δούλη, sie ward durchs Loos zur Sklavinn bestimmt, Eur. Hec. 102. – Bei Sp. ist κεκλήρωμαι geradezu »ich habe«, Ael. N. A. 5, 31. – Bei den K. S. = unter den Klerus bringen, zum Geistlichen machen. – Adi. verb. κληρωτός, durchs Loosbestimmt, gewählt, dem αἱρετός entggstzt, Plat. Legg. VI, 759 b; βασιλεῖς Polit. 291 a, öfter; ἀρχαί ... ἐξ αἱρετῶν κληρωτοὺς ποιεῖν Arist. polit. 2, 6.

French (Bailly abrégé)

κληρῶ :
seul. prés. et ao. ἐκλήρωσα;
Pass. seul. pf. κεκλήρωμαι;
1 désigner par la voie du sort, particul. désigner pour une fonction par la voie du sort : τινα, qqn ; Pass. κληροῦσθαι τῶν ἐννέα ἀρχόντων LYS être désigné par le sort comme l'un des neuf archontes;
2 en gén. assigner par la voie du sort : τινά ou τί τινι, qqn ou qch à qqn;
Moy. κληροῦμαι (impf. ἐκληρούμην, f. κληρώσομαι, ao. ἐκληρωσάμην);
1 tirer au sort ; se faire attribuer par la voie du sort : τι, τινος, qch;
2 p. suite, au pf. κεκληρῶσθαι avoir obtenu par la voie du sort ; être par la voie du sort en possession de, posséder par la voie du sort le droit de, avec l'inf..
Étymologie: κλῆρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κληρόω, Dor. κλαρόω [κλῆρος] act. loten; door loting aanwijzen, benoemen, met acc.:; κληρῶσαι τὴν μὲν (μοῖραν) ἐπὶ μονῇ, τὴν δ’ ἐπὶ ἐξόδῳ door loting de ene groep aanwijzen om te mogen blijven en de andere om te vertrekken Hdt. 1.94.5; pass.:; τί με κωλύει κληροῦσθαι τῶν ἐννέα ἀρχόντων; wat verhindert dat ik door loting een van de negen archonten word? Lys. 24.13; onpers.: κεκληρῶσθαι... αὐτὸν ἄρχειν τῶν ἀποθανόντων door het lot is beslist dat hij over de doden regeert Luc. 40.2. door loting toewijzen, verdelen, met acc. en dat.:; ἓν (μέρος) ἑκάστῳ ἐκλήρωσαν zij wezen aan ieder door loting één deel toe Thuc. 6.42.1; pass.: ἵν’ ἐκληρώθην δούλη (de tent van de meester) waar ik bij loting als slavin werd ingedeeld Eur. Hec. 100. med. bij loting ontvangen:; αἰχμαλωτίδων … δεσπότας κληρουμένων van krijgsgevangen vrouwen die hun meesters toegewezen krijgen Eur. Tr. 29; aan loting deelnemen:. ἄν... ἔλθῃ κληρωσόμενος τῶν ἐννέα ἀρχόντων wanneer hij komt om mee te loten voor lidmaatschap van de negen archonten Lys. 6.4.

Russian (Dvoretsky)

κληρόω: дор. κλᾱρόω определять метанием жребия, назначать или распределять по жребию (τινα ἐπί τι Her.; κ. τὰς ἀρχάς Isocr.): οὓς ἐκλήρωσεν πάλος Eur. (те), на кого пал жребий; κ. ὀμφάν Eur. прорицать метанием жребия; κληροῦσθαι τῶν ἐννέα ἀρχόντων Lys. баллотироваться в число девяти архонтов; οἱ κεκληρωμένοι Dem. избранные по жребию; κεκληρῶσθαι ἄρχειν Luc. получить власть по жребию.

Greek (Liddell-Scott)

κληρόω: Δωρ. κλᾱρόω, (κλῆρος)· ― διορίζω ἄρχοντα διὰ κλήρου, ἀντίθετ. τῷ αἱρεῖσθαι ἢ χειροτονεῖν, Ἡρόδ. 1. 94, Ἰσοκρ. 144Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 20, 4· ― ἐπὶ τοῦ κλήρου, πίπτω εἴς τινα, λατ. designare, οὓς ἐκλήρωσεν πάλος Εὐρ. Ἴων 416. ― Παθ., διορίζομαι διὰ κλήρου, κληροῦσθαι τῶν ἀρχόντων Λυσ. 103. 29., 169. 24, πρβλ. Πλάτ. Πολιτικ. 298Ε· κεκληρῶσθαι ἄρχειν Λουκ. περὶ Πένθ. 2· οἱ κεκληρωμένοι Δημ. 728. 27, κτλ. 2) ῥίπτω κλῆρον, σύρω κλῆρον, Πλάτ. Νόμ. 759C, 856D· ὡσαύτως, κληρώσω πάντας, θὰ κάμω ὥστε ἅπαντες νὰ ῥίψωσιν ἢ σύρωσι κλῆρον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 683· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ., Αἰσχύλ. Θήβ. 55, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 836, Δημ. 558. 16· τινος, διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 1318. 16· ὅτε ἐκληροῦσθε, ὅτε ἐσύρετε κλήρους, ὁ αὐτ. 341. 4. 3) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὡσαύτως, κληροῦσθαί τι, λαμβάνω διὰ κλήρου, Εὐρ. Τρῳ. 29· κληροῦσθαι ἱερωσύνην Αἰσχίν. 26. 36· ὡσαύτως μετὰ γεν., κλ. ἱερωσύνης Δημ. 1313. 22., 1318. 16· ― κεκληρῶσθαι, κατέχειν (διὰ κλήρου), Ἱππ. Ἐπιδημ. 1287. 20, Αἰλ. π. Ζ. 5. 31. ΙΙ. ἀπονέμω, δίδω, ὔμμε δ’ ἐκλάρωσε πότμος Ζηνὶ Πινδ. Ο. 8. 19· ἓν ἑκάστῳ ἐκλήρωσαν Θουκ. 6. 42. ― Παθ., ἐκληρώθην δούλη Εὐρ. Ἑκ. 102. 2) κλ. ὀμφάν, διὰ κλήρου χρησμοδοτῶ, Λατ. voce sortem edere, Εὐρ. Ἴων 908. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ., κλ. τινα, κάμνω τινὰ κληρικόν, «χειροτονῶ», Κύριλλ. Σκυθ. Βίος Σάβ. 244Α, κλ.

English (Strong)

from κλῆρος; to allot, i.e. (figuratively) to assign (a privilege): obtain an inheritance.

English (Thayer)

κλήρῳ: 1st aorist passive ἐκληρωθην; (κλῆρος); in classical Greek:
1. to cast lots, determine by lot.
2. to choose by lot: τινα (Herodotus 1,94; others).
3. to allot, assign by lot: τινα τίνι, one to another as a possession, Pindar Ol. 8,19.
4. once in the N.T., "to make a κλῆρος i. e., a heritage, private possession": τινα, passive ἐν ᾧ ἐκληρώθημεν (but Lachmann ἐκλλεθημεν) in whom lies the reason why we were made the κλῆρος τοῦ Θεοῦ (a designation transferred from the Jews in the O. T. to Christians, cf. Additions to 4:17f] (4line 12 f (Tdf.)) and Fritzsche, in the place cited; (cf. to become a clergyman (see references under the word κλῆρος, at the end).) (Compare: προσκληρόω.)

Greek Monotonic

κληρόω: Δωρ. κλᾱρόω, μέλ. -ώσω (κλῆρος),
I. 1. ορίζω σε αξίωμα μέσω κλήρωσης, αντίθ. προς το αἰρεῖσθαι ή χειροτονεῖν, σε Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για τον κλήρο, τυχαίνω, Λατ. designare, σε Ευρ. — Παθ., ορίζομαι με κλήρο, σε Δημ. κ.λπ.
2. ρίχνω κλήρους, τραβώ κλήρους, σε Πλάτ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ., Δημ.
3. στη Μέσ. επίσης, κληροῦσθαί τι, έχω κληρωθεί, αποκτήσει με κλήρο, σε Ευρ., Αισχίν.· επίσης με γεν., σε Δημ.
II. 1. διανέμω, κατανέμω, παραχωρώ, σε Πίνδ., Θουκ.
2. κλ. ὀμφάν, χρησμοδοτώ με κλήρο, σε Ευρ.

Middle Liddell

κλῆρος
I. to appoint to an office by lot, opp. to αἱρεῖσθαι or χειροτονεῖν, Hdt., Attic:—of the lot, to fall on, Lat. designare, Eur.:— Pass. to be appointed by lot, Dem., etc.
2. to cast lots, draw lots, Plat.;—so in Mid., Aesch., Dem.
3. in Mid. also, κληροῦσθαί τι to have allotted one, obtain by lot, Eur., Aeschin.; also c. gen., Dem.
II. to allot, assign, Pind., Thuc.
2. κλ. ὀμφάν to deliver an oracle, Eur.

Chinese

原文音譯:klhrÒw 克累羅哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:份 相當於: (לָכַד‎) (קָרָא‎)
字義溯源:分派基業,得基業,分配,分派,;源自(κλῆρος)*=鬮,骰子)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 我們⋯得了基業(1) 弗1:11

Lexicon Thucydideum

sortiri, to draw lots, obtain by lot, 6.42.1.