ου, v. Νηλεύς.
Νηλεΐδης και Νηληϊάδης, -εω και -αο, ὁ (Α)(επικ. τ.) ο γιος του Νηλέως, ο Νέστωρ.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Νηλεύς + κατάλ. -ίδης (πρβλ. Πηλε-ΐδης). Ο τ. Νηληϊάδης < νηλήϊος + κατάλ. -άδης (πρβλ. θαλαμ-ηιάδης)].