συνδιατριβή

Revision as of 10:59, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ἡ, passing time together, intercourse, discussion, τεχνίταις Phld. Hom. p. 28 O., cf. Ph. 2.671, etc.

German (Pape)

[Seite 1008] ἡ, das mit einander Hinbringen der Zeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατρῐβή: ἡ, τὸ συνδιατρίβειν, τὸ ὁμοῦ διέρχεσθαι τὸν χρόνον, συναναστροφή, Φίλων 6. 671, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 158D, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ συνδιατρίβω
συναναστροφή.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ συνδιατρίβω
συναναστροφή.