μεθοπωρινός
English (LSJ)
v. μετοπωρινός, Eudox. Ars 2.28, al.; μ. πυλαία BCH 38.26 (Delph., ii BC); ἰσημερία μ. Gloss.
Greek Monolingual
μεθοπωρινός, -ή, -όν (Μ) μεθόπωρον
ο φθινοπωρινός.
v. μετοπωρινός, Eudox. Ars 2.28, al.; μ. πυλαία BCH 38.26 (Delph., ii BC); ἰσημερία μ. Gloss.
μεθοπωρινός, -ή, -όν (Μ) μεθόπωρον
ο φθινοπωρινός.