μετοπωρινός

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοπωρῐνός Medium diacritics: μετοπωρινός Low diacritics: μετοπωρινός Capitals: ΜΕΤΟΠΩΡΙΝΟΣ
Transliteration A: metopōrinós Transliteration B: metopōrinos Transliteration C: metoporinos Beta Code: metopwrino/s

English (LSJ)

μετοπωρινή, μετοπωρινόν (later μεθοπωρινός (q.v.)), autumnal, νύκτες Th.7.87; ὁ μετοπωρινὸς χρόνος X.Oec.17.2; ἄμεινον τὸ μετοπωρινὸν μέλι Arist.HA 553b27; μετοπωρινὴ ἰσημερία Id.Mete.364b2, cf. Hp.Aër.11; μ. τροπαί Adam. Vent.41: neut.as adverb, μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Hes.Op.415.

German (Pape)

[Seite 162] im Spätherbst; ὀμβρεῖν, Hes. O. 417; Thuc. 7, 87; ὕδατα, Ath. II, 62.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de la fin de l'automne.
Étymologie: μετόπωρον.

Russian (Dvoretsky)

μετοπωρῐνός: осенний (χρόνος Xen.; νύκτες Thuc.; μέλι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μετοπωρῐνός: -ή, -όν, φθινοπωρινός, νύκτες Θουκ. 7. 87· ὁ μ. χρόνος Ξεν. Οἰκ. 17, 12· ἄμεινον τὸ μ. μέλι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 4· μετοπωρινὸς κύκλος = ἰσημερινὸς κύκλος Φίλων Ι, 492, 42· - οὐδ. ὡς ἐπίρρ., μετοπωρινὸν ὀμβρεῖν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413 [Πρβλ. ὀπωρινός].

Greek Monolingual

μετοπωρινός, -ή, -όν (ΑΜ) μετόπωρον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο, ο φθινοπωρινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μετοπωρινόν
κατά την περίοδο του φθινοπώρου.

Greek Monotonic

μετοπωρῐνός: -ή, -όν, φθινοπωρινός, σε Θουκ., Ξεν.· το ουδ. ως επίρρ., σε Ησίοδ. (πρβλ. ὀπωρινός).

Middle Liddell

μετοπωρῐνός, ή, όν
autumnal, Thuc., Xen.:—neut. as adv., Hes. [Cf. ὀπωρινός.] [from μετόπωρον

Lexicon Thucydideum

autumnalis, of autumn, autumn, 7.87.1.

Translations

autumnal

Arabic: خَرِيفِيّ‎; Gulf Arabic: خريفي‎; Moroccan Arabic: خريفي‎; Armenian: աշնանային; Belarusian: восеньскі, асенні; Bulgarian: есенен; Catalan: autumnal, tardorenc; Czech: podzimní; Esperanto: aŭtuna; Finnish: syksyinen, syksyn; French: automnal; Old French: autumnal; Galician: outonal; Georgian: შემოდგომის, საშემოდგომო, შემოდგომური; German: Herbst-, herbstlich; Greek: φθινοπωρινός, φθινοπωριάτικος; Ancient Greek: ὀπωρινός; Hebrew: סתווי‎; Hungarian: őszies; Icelandic: haust-, haustlegur; Ido: autunala; Irish: fómharach; Italian: autunnale; Kalmyk: намрин; Latin: autumnalis; Latvian: rudens; Maltese: ħarifi; Persian: پاییزی‎; Polish: jesienny; Portuguese: outonal; Romanian: tomnatic, de toamnă; Russian: осенний; Serbo-Croatian Cyrillic: јесенски; Roman: jesenski; Spanish: otoñal, autumnal; Swedish: höstlig, höst-, höstlik; Ugaritic: 𐎃𐎗𐎔𐎐𐎚; Ukrainian: осі́нній; Welsh: hydrefol; Zazaki: payıze