πρωτόσπορος

Revision as of 11:00, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

ον, Pass., first sown or generated, Theodect. 18, Nonn. D. 9.142, etc.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που σπάρθηκε ή γονιμοποιήθηκε πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

πρωτόσπορος: впервые созидающий, творящий (θεοῦ φωνή Anth.).