παρῃονῖτις
English (LSJ)
-ιδος, fem. Adj. on the shore, χερμάς AP 7.693 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 521] ιδος, ἡ, am Gestade (ᾐών), χερμάς, Apollnds. 26 (VII, 693).
Greek (Liddell-Scott)
παρῃονῖτις: -ιδος, θηλ. ἐπίθ., ἡ ἐπὶ τῆς ἀκτῆς, χερμὰς Ἀνθ. Π. 7. 693.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
παρῃονῖτις: ῐδος adj. f ἠϊών находящаяся на берегу, прибрежная (χερμάς Anth.).