περιθειόω

Revision as of 11:00, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

fumigate thoroughly, Hsch., Phot.; περιθεωσάτωσαν prob. in Men. 530.22.

German (Pape)

[Seite 576] herumgehen und durch Schwefeln reinigen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

περιθειόω: καπνίζω τι καλὼς διὰ θείου, καθαίρω, κυρίως διὰ θείου, «περιθειῶσαι· περικαθᾶραι, κυρίως θείῳ» Ἡσύχ., Φώτ.· - παρὰ Μενάνδρῳ ἐν «Δεισιδαίμονι» 1,6 ὁ Meineke διορθοῖ περιθεωσάτωσαν. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 104.

Russian (Dvoretsky)

περιθειόω: или περιθεόω очищать кругом или окуривать серой Men.